Τελευταία Ενημέρωση 21 Μαρτίου, 2020
Ετήσια κανονική άδεια
Κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησης του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Οι μισθωτοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κατ’ έτος και επιδόματος αδείας ίσου προς το σύνολο των αποδοχών αδείας αναπαύσεως, υπό τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15νθημέρου για τους αμειβόμενους με μισθό και των 13 εργάσιμων ημερών για όσους μισθωτούς αμείβονται με ημερομίσθιο. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού.
Επιπρόσθετα, η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοια τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.
Δεν επιτρέπεται μεταφορά άδειας σε επόμενο έτος, οπότε η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική με τη λήξη του ημερολογιακού έτους. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας του εργαζομένου από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητας του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κλπ), ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%. Το ίδιο ισχύει και για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.
Παράλληλα, σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, αποχώρηση απ’ την εργασία κλπ) πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια.(Αποζημίωση ημερών αδείας).
Ημέρες κανονικής αδείας
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες απασχόλησης.
Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι την λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος η ετήσια κανονική άδεια του μισθωτού υπολογίζεται όπως ανωτέρω, αλλά επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις 22 ημέρες για πενθήμερο.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδεια του.
Υπολογισμός ημερών αδείας
Για να υπολογισθούν οι ημέρες αδείας, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εργάσιμες ημέρες, που βρίσκεται εκτός εργασίας. Δε λαμβάνονται υπόψη οι Κυριακές (και το Σάββατο στο πενθήμερο σύστημα) καθώς και οποιαδήποτε αργία πιθανόν να υπάρχει το διάστημα αυτό. Ούτε οι ημέρες ασθενείας προσμετρούνται.
Αν λοιπόν, υπάρχει αργία ή ασθένεια κατά τη διάρκεια της άδειας, τότε αυτή μετατίθεται ανάλογα.
Χρόνος λήψης των ημερών κανονικής άδειας
Ο χρόνος που χορηγείται η άδεια κατά τα δύο (2) πρώτα έτη της εργασιακής σχέσης προκύπτει μετά από συνεννόηση εργοδότη και εργαζομένου. Ο εργαζόμενος δικαιούται αναλογία αδείας άμεσα από την πρόληψη του. Από το τρίτο έτος και μετά η άδεια θα πρέπει να χορηγείται κατά βάση ολόκληρη, αν και ο νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις κατάτμησης της.
Ο εργαζόμενος θα πρέπει να λάβει την άδεια του μετά από συνεννόηση με τον εργοδότη, αλλά μέσα σε 2 μήνες από την ημέρα που την αιτήθηκε. Αν ο εργοδότης αρνηθεί να δώσει την άδεια, ο μισθωτός δεν μπορεί να πάρει μόνος του την άδεια, διότι αυτό σημαίνει οικειοθελής αποχώρηση. Οι μισοί τουλάχιστον απασχολούμενοι μιας επιχείρησης θα πρέπει να λάβουν την κανονική τους άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1η Μάϊου έως 30 Σεπτεμβρίου.
Η κανονική άδεια χορηγείται υποχρεωτικά μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του κάθε έτους. Δεν επιτρέπεται η μεταφορά οφειλόμενων ημερών αδείας στο επόμενο έτος. Αν για οποιοδήποτε λόγο ο εργοδότης παρόλο που αποδεδειγμένα επιδίωξε την χορήγηση της αδείας, αυτή δε χορηγήθηκε για αντικειμενικούς λόγους (πχ ασθένεια του μισθωτού τον Δεκέμβριο που είχε προγραμματιστεί η ετήσια άδεια του) θα πρέπει να αποζημιώσει τον εργαζόμενο.
Απαγόρευση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της αδείας.
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού απ’ τον εργοδότη. Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της άδειας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεως τους, αρκεί η μέρα της απόλυσης να εμπίπτει σε χρόνο μετά τη λήξη της αδείας.
Κατάτμηση των ημερών κανονικής άδειας
Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δύο περιόδους εντός του ημερολογιακού έτους. Η πρώτη περίοδος της αδείας που χορηγείται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 6 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εργασίας και των 5 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου απασχόλησης.
Αν το επιθυμεί ο εργαζόμενος και για τον λόγο αυτό αιτηθεί στον εργοδότη εγγράφως, μπορεί να γίνει κατάτμηση σε περισσότερα τμήματα με την προϋπόθεση ότι ένα τουλάχιστον από αυτά θα είναι διάρκειας τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών (12 για εξαήμερο).
Αποδοχές κανονικής άδειας και επιδόματος αδείας
Κατά τη διάρκεια της άδειας του, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως αποδοχές τα χρήματα, που θα λάμβανε αν απασχολούταν κανονικά για τις συγκεκριμένες μέρες. Κατά συνέπεια, για τον υπολογισμό θα πρέπει να υπολογισθούν αρχικά οι ημέρες αδείας και στη συνέχεια τι αποδοχές θα ελάμβανε αν εργαζόταν εκείνες τις ημέρες. Θα πρέπει κατά τον υπολογισμό να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο ο συμφωνηθείς μισθός, αλλά και όσες λοιπές αποδοχές καταβάλλονται τακτικά και μόνιμα στον εργαζόμενο.
Το επίδομα αδείας, ακολουθεί τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό, ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αποδοχές ενός 15μέρου για τους μισθωτούς και των 13 εργάσιμων ημερών για τους ημερομίσθιους.
Προσαύξηση της ετήσιας κανονικής άδειας λόγω προϋπηρεσίας
Οι εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, εάν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή 25 εργασίμων ημερών για το πενθήμερο.
Αποζημίωση αδείας όταν ο εργαζόμενος αποχωρεί ή απολύεται.
Αν έχει υπόλοιπο αδείας ισχύουν τα εξής: Στο ποσό της αδείας αυτού που αποχωρεί ή του απολυόμενου υπολογίζεται και παρακρατείται φόρος κανονικά, αλλά δεν παρακρατούνται ούτε αποδίδονται εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.
Άδεια στην μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής απασχόληση
Εργαζόμενος μερικής απασχόλησης, θεωρείται κάθε εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπου οι ώρες εργασίας είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο του εργαζομένου μη πλήρη απασχόληση.